Καινοφανής με χρέωσαν τις μνήμες καθε έρωτα καθε ανάμνησης καθε φωνής,σε ενα αβίωτο παρόν που για μια λέξη ενα χάδι λιμοκτονείς αξεδίψαστη κι άπιστη ασχημονείς για των εραστών την φθορά, εγινα πολη και βορά σημαίνει την ανικανότητα του να αγαπήσεις και να αγαπηθείς έστω και μια φορά, καμένη γη το κορμί σου δεσμοί σε σχέσεις που γίναν θηλιά, αποστείρωση και γυαλί μα ανάμεσα στο να ζεις και να βιώνεις καμία διαφορά, και η προσμονή του τίποτα είναι οτι απέμεινε απ'τα ανώνυμα μας πρόσωπα κελιά στοιβαγμένοι στου αιώνα τα για καμιόνια σου, εναυσματα πτώματα και παιδιά συνεπιβάτες αν ευ' αποσκευών ο προορισμός μας δεν εχει αξία πια, οι μνήμες μας και οι μνήμες σου κορμια χωρίς κορμιά διακεκομμένα αρώματα πετρέλαιο καμένη σάρκα φώς και γιασεμιά,απρόσωποι νύχτες παρασίτων σε οθόνες χιονιά στην γλώσσα η τσιμεντένια σειρήνα μας ξαγρυπνά το βλέμμα της ζωής δεν ακουμπάει στην καρδιά αυτούς τους τόπους, σώσαν οι λέξεις μοναχά το κέλυφος τους κενο για να θυμίζει το σχήμα του νοήματος τους, καθώς εκείνη σφαλίζουν τα μάτια υποδεχόμενες αργα τον θάνατο τους στην γκρίζα θωρειά, τα σ'αγαπώ μείναν κενά στις ουλές της αθωότητας προσκυνητές σε κορμιά σε ωράρια πρωινά οι διαδρομές και βιαστικά τσιγάρα μέσα στα αστικά οσο λείπουν τσ βασικά, νυχτώνουν οι γειτονιές που μεγάλωσα και γονάτισαν μπροστά στην σκουριά άγρια θάλασσα υγρή κι ασαλευτη η μοναξιά που σκάβει τα πρόσωπα βιαστικά ενω ο καθένας την πάρτι του πια κοιτά σε ανάσες φαναριών και φάρων, ζωες θαλάμες που θάψανε τα ομοιώματα του προσώπου της σε καυτρες τσιγάρων χαράζουν το τοίχο τις νύχτες με τα χνώτα του χειμώνα σε βάρδιες στις καννες φουγαρων, ζωές χαμένες θα ναι ανθός μου αβλεφαρο πες μου ξοφλισαμε γέρο, οι πόθοι κι οι προθέσεις μας ψιθύρισαν την ήττα στα γόνατα μας πριν καν τα λογια μας σχηματίσουν το νόημα της , πριν καν τα λόγια μας συλλαβίσουν την συναίνεση του Νέρων, οσο για εκείνη που δεν έγινε πόλη για να ανατέλλω σκοτώνω την προσμονή να μην με πληγώσει το αποτέλεσμα τι κι αν την θέλω ζωντανή ψιθύρισε το όνομα ελευθερία πριν χαθεί, με ενέχυρο την πίστη μου σαν φυλαχτό και προσευχή πικρή το σώμα της ανθρώπινη απρόσωπη και ανη η μονη απέραντη έκταση που τόσο αγάπησα αν της μιλήσω δεν είχα φωνή οι λέξεις μας θύματα και βωμοι τα μάτια της γειτονιές στην βροχή, κουφάρια ατσάλι εργατικές που μεγάλωσαν μπρος τα χείλη της συρμοί φεύγουν κι οτι αγάπησες έγινε ξενιτιά στο μέτωπο σου για αυτο σε κάθε αντίο τρυπώ το παλμό σου ολα τα ποιήματα μου ζωγραφιές δίχως να έχουν πρόσωπο μα σε όλα έβλεπα το πρόσωπό σου καταδικη, ήμουν εγω χωρίς να υπάρχω ψυχή που πάνω μου άνθισαν τοίχοι στην κόψη μιας μνήμης που δεν μ'ανηκει Β Α 2 0 37 σαν την Ευρυδίκη κι οτι ερωτεύτηκα στον θάνατο ήταν η μεγαλύτερη μου νίκη. Δεν είμαι εγώ έγινα πόλη αυτο μου απάντησες δεν εχω δρομο γυρισμού για να σε ζήσω στα χέρσα θύματα την φωνή μου δεν αλωσες σπόρους ξυράφια στα λαρύγγια σου να ανθίσω Δεν είμαι εγω έγινα πόλη μα σε αγάπησα θέλω απόψε στο κορμί σου να αγρυπνήσω δώρο η φθορά απο τη σάρκα σου που τσάκισα κοιτώ μα δεν τολμώ ποτε να με αντικρίσω..
Τα σ'αγαπώ μείναν κενά στις ουλές της αθωότητας προσκυνητές σε κορμιά σε ωράρια πρωινά οι διαδρομές και βιαστικά τσιγάρα μέσα στα αστικά οσο λείπουν τα βασικά.
Καινοφανής με χρέωσαν τις μνήμες καθε έρωτα καθε ανάμνησης καθε φωνής,σε ενα αβίωτο παρόν που για μια λέξη ενα χάδι λιμοκτονείς αξεδίψαστη κι άπιστη ασχημονείς για των εραστών την φθορά, εγινα πολη και βορά σημαίνει την ανικανότητα του να αγαπήσεις και να αγαπηθείς έστω και μια φορά, καμένη γη το κορμί σου δεσμοί σε σχέσεις που γίναν θηλιά, αποστείρωση και γυαλί μα ανάμεσα στο να ζεις και να βιώνεις καμία διαφορά, και η προσμονή του τίποτα είναι οτι απέμεινε απ'τα ανώνυμα μας πρόσωπα κελιά στοιβαγμένοι στου αιώνα τα για καμιόνια σου, εναυσματα πτώματα και παιδιά συνεπιβάτες αν ευ' αποσκευών ο προορισμός μας δεν εχει αξία πια, οι μνήμες μας και οι μνήμες σου κορμια χωρίς κορμιά διακεκομμένα αρώματα πετρέλαιο καμένη σάρκα φώς και γιασεμιά,απρόσωποι νύχτες παρασίτων σε οθόνες χιονιά στην γλώσσα η τσιμεντένια σειρήνα μας ξαγρυπνά το βλέμμα της ζωής δεν ακουμπάει στην καρδιά αυτούς τους τόπους, σώσαν οι λέξεις μοναχά το κέλυφος τους κενο για να θυμίζει το σχήμα του νοήματος τους, καθώς εκείνη σφαλίζουν τα μάτια υποδεχόμενες αργα τον θάνατο τους στην γκρίζα θωρειά, τα σ'αγαπώ μείναν κενά στις ουλές της αθωότητας προσκυνητές σε κορμιά σε ωράρια πρωινά οι διαδρομές και βιαστικά τσιγάρα μέσα στα αστικά οσο λείπουν τσ βασικά, νυχτώνουν οι γειτονιές που μεγάλωσα και γονάτισαν μπροστά στην σκουριά άγρια θάλασσα υγρή κι ασαλευτη η μοναξιά που σκάβει τα πρόσωπα βιαστικά ενω ο καθένας την πάρτι του πια κοιτά σε ανάσες φαναριών και φάρων, ζωες θαλάμες που θάψανε τα ομοιώματα του προσώπου της σε καυτρες τσιγάρων χαράζουν το τοίχο τις νύχτες με τα χνώτα του χειμώνα σε βάρδιες στις καννες φουγαρων, ζωές χαμένες θα ναι ανθός μου αβλεφαρο πες μου ξοφλισαμε γέρο, οι πόθοι κι οι προθέσεις μας ψιθύρισαν την ήττα στα γόνατα μας πριν καν τα λογια μας σχηματίσουν το νόημα της , πριν καν τα λόγια μας συλλαβίσουν την συναίνεση του Νέρων, οσο για εκείνη που δεν έγινε πόλη για να ανατέλλω σκοτώνω την προσμονή να μην με πληγώσει το αποτέλεσμα τι κι αν την θέλω ζωντανή ψιθύρισε το όνομα ελευθερία πριν χαθεί, με ενέχυρο την πίστη μου σαν φυλαχτό και προσευχή πικρή το σώμα της ανθρώπινη απρόσωπη και ανη η μονη απέραντη έκταση που τόσο αγάπησα αν της μιλήσω δεν είχα φωνή οι λέξεις μας θύματα και βωμοι τα μάτια της γειτονιές στην βροχή, κουφάρια ατσάλι εργατικές που μεγάλωσαν μπρος τα χείλη της συρμοί φεύγουν κι οτι αγάπησες έγινε ξενιτιά στο μέτωπο σου για αυτο σε κάθε αντίο τρυπώ το παλμό σου ολα τα ποιήματα μου ζωγραφιές δίχως να έχουν πρόσωπο μα σε όλα έβλεπα το πρόσωπό σου καταδικη, ήμουν εγω χωρίς να υπάρχω ψυχή που πάνω μου άνθισαν τοίχοι στην κόψη μιας μνήμης που δεν μ'ανηκει Β Α 2 0 37 σαν την Ευρυδίκη κι οτι ερωτεύτηκα στον θάνατο ήταν η μεγαλύτερη μου νίκη.
Δεν είμαι εγώ έγινα πόλη αυτο μου απάντησες δεν εχω δρομο γυρισμού για να σε ζήσω στα χέρσα θύματα την φωνή μου δεν αλωσες σπόρους ξυράφια στα λαρύγγια σου να ανθίσω
Δεν είμαι εγω έγινα πόλη μα σε αγάπησα θέλω απόψε στο κορμί σου να αγρυπνήσω δώρο η φθορά απο τη σάρκα σου που τσάκισα κοιτώ μα δεν τολμώ ποτε να με αντικρίσω..
Μου πήρε μιάμιση ώρα να καταλάβω τι εννοεί ο κάθε στίχος, αλλά δεν μετανιώνω.
Ήταν τα πιο δημιουργικά 90 λεπτά της ζωής μου.
2 χρόνια τώρα , το κομμάτι είναι σαν καινούριο κάθε μέρα
❄️
Τόσα χρόνια,την ίδια ανατριχίλα νιώθω κάθε φορά που το ακούω...
_σε θέλω μέχρι το τέλος_
Μα σε όλα έβλεπα το πρόσωπο σου, καταδίκη.
εδω για παντα
Τα σ'αγαπώ μείναν κενά στις ουλές της αθωότητας προσκυνητές σε κορμιά σε ωράρια πρωινά οι διαδρομές και βιαστικά τσιγάρα μέσα στα αστικά οσο λείπουν τα βασικά.
Απλά σε αγαπώ..........
Anatrixiasa 5 6 forea maga m bravo
Ο χρόνος σβήνει ο άψινθος ποτέ..
Κατάθεση ψυχής
Τα σαγαπω μείνανε καινά.......!!!
Όλα τα ποιήματα μου ζωγραφιές δίχως να έχουν πρόσωπο μα.σε όλα έβλεπα το προσωπο σου καταδίκη
Αψινθαρα τρελανε μας!!!
gaaaaamata!!!apisteftos diskos
Δεν περίμενα ποτέ πάνω στη μαγευτική μελωδία του Νίκου Μαμαγκάκη να γραφτούν τέτοια ποιήματα
Ποιο ακριβώς ειναι;
@@Pseudonimo44 ruclips.net/video/4aPF-5i04VE/видео.html
μπραβο σου!
μαγευτικο κομματι..
Και σε έψαχνα ρε σκύλε! Είσαι καλά;
@@paragontas405 ολα καλα αδερφε
Σε ωράρια πρωινά οι διαδρομές και βιαστικά τσιγάρα μέσα στα αστικά οσο λείπουν τα βασικά
" Στα χερσα θύματα την φωνή μου δεν αλωσες "
Που να μας πάρει ο διάολος . . .
Πες μου ξοφλήσαμεεεε γεροο
Καταδίκη...
!!!
tsakises
η προσμονη του τιποτα είναι οτι απεμεινε απ'τα ανωνυμα μας προσωπα
ελα παλι βολο
Και ότι ερωτεύτηκα στο θάνατο ήταν η πιο μεγάλη νικη
Καινοφανής...
Άουτς…
Τι ξυραφι ειναι αυτο ρε Αψινθε?
Ο αψινθος πολυ avatar legend of korra βλέπει χαχα
Γτ; Λόγω μελωδίας;
Γιατί το είπες τελικά;
LowBap
akyros oso den paei
Ωραια τα λεει ο μανι
@@nasi8350 ;