Αντιγραφω από τον pet4van την ιστορία του τραγουδιού Ιστορία της Κάσου που έγινε τραγούδι Ο «Αφούσης» ήταν ένας καλός και εγγράμματος νέος. Κάποτε όταν μετέβη στην Κρήτη, όπου είχε συγγενείς, αντίκρισε να σφάζεται μπρος στα μάτια του ο πατέρας. Αυτή ήταν η αιτία που παραλόγισε και όταν έφθασε στην Κάσο σε κατάσταση μωρίας, δεν μπορούσε πια να εργαστεί ως δάσκαλος. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής, που μοιραζόταν μαζί του τα ξεροκόμματα, που του πρόσφεραν. Συνήθως φορούσε στο κεφάλι του περισσότερα από πέντε καπέλα…Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανένα και γνώριζε κάθε κατοίκου την ιδιότητα. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον έβαζαν στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι, ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας το γέλιο τους. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…». Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιός είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα: «Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…». Ο Αφούσης, μεγάλος πια, περιφρονημένος, εξασθενημένος και άρρωστος βαριά, όταν κατάλαβε το τέλος του, πλάγιασε σε ένα εγκαταλειμμένο χάλασμα. Η απουσία του έγινε αισθητή από τους ανθρώπους του χωριού, που τον αναζητούσαν μέρες. Κάποια παιδιά τον ανακάλυψαν και τον μετέφεραν στον καφενέ του Κώστα του Μιχ. Διάκου. Τότε όλοι έτρεξαν να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές. Σε κάποια στιγμή του παραληρήματος του, γιατί ο Αφούσης είχε 40 πυρετό, άρχισε να τραγουδά γλυκά το «γιαέλυ», λέγοντας: «Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριο θα πεθάνω… Και θα με πάρουν στο Χριστό σαν ένα καπετάνο…» Πράγματι, την επομένη ο Αφούσης πέθανε. Λέγεται δε πώς ποτέ νεκρός δε συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία. Ο λαός της Κάσου όχι μόνο αγάπησε τον Αφούση, τον τρελό του χωριού, αλλά για να τον θυμάται, διέσωσε κάποιους στοίχους από τη μελωδία που συχνά μονολογούσε στη μοναξιά του ο Αφούσης. (Αποσπάσματα από κείμενο που έχει γράψει ο Μιχάλης Κ. Σκουλιός) 156
Ελένη Κωτσάκη πριν από 3 έτη (τροποποιήθηκε) Ένα παπόρι έρχεται Να το πω να μη το πω (×2) Κι είναι κοντά να αράξει (×2) Βρε αφούση βρε Αντρά Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά Και φέρνει της αγάπης μου Να το πω να μη το πω (×2) Βρε ποκάμισο να αλλάξει (×2) Βρε αφούση βρε Αντρά Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά Εγέρασα και δε μπορώ Να το πω να μη το πω (×2) Τις νύχτες να γυρίζω (×2) Βρε αφούση βρε Αντρά Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά Και τις ψηλομελαχρινές Παλλαρέ δυο τρεις φορές Και τις ψηλομελαχρινές Παλλαρέ δυο τρεις φορές Να τις καλησπερίζω Βρε να τις καλαφατίζω Βρε αφούση βρε Αντρά Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά Άμα δε ξέρεις να αγαπάς να το πω να μη το πω (×2) Βρε ρώτησε τη μαμά σου Άντε ρώτα τη μαμά σου Βρε αφούση βρε Αντρά Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά Πώς τα καλοκατάφερε Να το πω να μη το πω (×2) Βρε και πήρε το μπαμπά σου Άντε τη ρωτα τη μαμά σου Πώς επήρε το μπαμπά σου Ξαναρώτα τη μαμά σου
Αντιγραφω από τον pet4van την ιστορία του τραγουδιού
Ιστορία της Κάσου που έγινε τραγούδι
Ο «Αφούσης» ήταν ένας καλός και εγγράμματος νέος. Κάποτε όταν μετέβη στην Κρήτη, όπου είχε συγγενείς, αντίκρισε να σφάζεται μπρος στα μάτια του ο πατέρας. Αυτή ήταν η αιτία που παραλόγισε και όταν έφθασε στην Κάσο σε κατάσταση μωρίας, δεν μπορούσε πια να εργαστεί ως δάσκαλος. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής, που μοιραζόταν μαζί του τα ξεροκόμματα, που του πρόσφεραν. Συνήθως φορούσε στο κεφάλι του περισσότερα από πέντε καπέλα…Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανένα και γνώριζε κάθε κατοίκου την ιδιότητα. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον έβαζαν στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι, ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας το γέλιο τους. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…». Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιός είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα: «Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…». Ο Αφούσης, μεγάλος πια, περιφρονημένος, εξασθενημένος και άρρωστος βαριά, όταν κατάλαβε το τέλος του, πλάγιασε σε ένα εγκαταλειμμένο χάλασμα. Η απουσία του έγινε αισθητή από τους ανθρώπους του χωριού, που τον αναζητούσαν μέρες. Κάποια παιδιά τον ανακάλυψαν και τον μετέφεραν στον καφενέ του Κώστα του Μιχ. Διάκου. Τότε όλοι έτρεξαν να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές. Σε κάποια στιγμή του παραληρήματος του, γιατί ο Αφούσης είχε 40 πυρετό, άρχισε να τραγουδά γλυκά το «γιαέλυ», λέγοντας: «Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριο θα πεθάνω… Και θα με πάρουν στο Χριστό σαν ένα καπετάνο…» Πράγματι, την επομένη ο Αφούσης πέθανε. Λέγεται δε πώς ποτέ νεκρός δε συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία. Ο λαός της Κάσου όχι μόνο αγάπησε τον Αφούση, τον τρελό του χωριού, αλλά για να τον θυμάται, διέσωσε κάποιους στοίχους από τη μελωδία που συχνά μονολογούσε στη μοναξιά του ο Αφούσης. (Αποσπάσματα από κείμενο που έχει γράψει ο Μιχάλης Κ. Σκουλιός)
156
Υποκλίνομαι....
Ελένη Κωτσάκη
πριν από 3 έτη (τροποποιήθηκε)
Ένα παπόρι έρχεται
Να το πω να μη το πω (×2)
Κι είναι κοντά να αράξει (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Και φέρνει της αγάπης μου
Να το πω να μη το πω (×2)
Βρε ποκάμισο να αλλάξει (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Εγέρασα και δε μπορώ
Να το πω να μη το πω (×2)
Τις νύχτες να γυρίζω (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Και τις ψηλομελαχρινές
Παλλαρέ δυο τρεις φορές
Και τις ψηλομελαχρινές
Παλλαρέ δυο τρεις φορές
Να τις καλησπερίζω
Βρε να τις καλαφατίζω
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Άμα δε ξέρεις να αγαπάς
να το πω να μη το πω (×2)
Βρε ρώτησε τη μαμά σου
Άντε ρώτα τη μαμά σου
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Πώς τα καλοκατάφερε
Να το πω να μη το πω (×2)
Βρε και πήρε το μπαμπά σου
Άντε τη ρωτα τη μαμά σου
Πώς επήρε το μπαμπά σου
Ξαναρώτα τη μαμά σου