Συγκλονιστικος Ρίτσος Καθηλωτικη Μερκούρη Ας πορευόμαστε ένα λιθαράκι τη φορά , καθείς μας , με το παράδειγμα τους. Ας αφήσουμε παρακαταθήκη, οι περσιτεροι , από κάτι θετικό σε τούτο τον ευλογημένο τόπο.
Τι κι αν εφυγες, τι κι αν χαιθηκες, παντα θα ζεις στην καρδια μου και θα εισαι το ειδωλο μου, παντα θα θυμαμαι ολα αυτα που διαβαζα για σενα, για οσα ολα πολεμισες, ΜΠΡΆΒΟ, ησουν, εισαι και θα εισαι σπουφαιο ατομο!!!
τριτη λυκειου πανελληνιες το διαβαζα και μ εκανε σκατα ψυχολογικα αλλα παρολα αυτα συνεχιζα να το διαβαζω δεν ξερω γιατι, ενω μου μαυριζε την ψυχη δε μπορουσα να σταματησω
Theo Pouine το ίδιο ακριβώς νοιώθω κι εγώ... αυτή την ακαταμάχητη έλξη να συνεχίζω να το ακούω, ενώ το νοιώθω πως με πλημμυρίζει με εσωστρεφή συναισθήματα..
θυμαμαι και γω στην κατεύθυνση μας είχε φέρει η φιλόλογος να ακούσουμε την εκτέλεση που απαγγέλλει ο ρίτσος. Από αυτό το πραγματικά καθηλωτικό έργο, της φιλολόγου, το μόνο που της έμεινε ήταν στο σημείο που αναφέρεται στην πολιτεία και στον "τίμιο ιδρώτα" της, ότι "η στρατευση στην τέχνη ειναι κακό πράγμα"...
@@ΓιάννηςΓκόγκουλης Σκέψου το δημιουργικά, αυτό μας δίδαξε η τέχνη, ολοι μαζί, όχι ίδιοι, ολοι μαζί, ξεχωριστοί, σας έχουμε ανάγκη εμείς που δεν γράφουμε, νιώθουμε, μιλάμε, “εκφραζόμαστε” μέσα από εσάς…πολλές, άπειρες φορές.
Να είσαι καλά !! Δεν κάνει τίποτα μπροστά στην δική σου δουλειά και σε όσα φοβερά διασώζεις !! :) Αν βρω , θα σου πω την χρονολογία! Το subscribe στον λογαριασμό-προφίλ σου,έχει ήδη γίνει ! Φιλιά πολλά !
οτι πιο ομορφο εχω ακουσει. Συγκλονιστικη απαγγελια!
Συγκλονιστικος Ρίτσος
Καθηλωτικη Μερκούρη
Ας πορευόμαστε
ένα λιθαράκι τη φορά ,
καθείς μας ,
με το παράδειγμα τους.
Ας αφήσουμε
παρακαταθήκη,
οι περσιτεροι ,
από κάτι θετικό
σε τούτο
τον ευλογημένο τόπο.
Αυτή είναι η δικιά μας Ελλάδα, αυτή και οι αγώνες του λαού μας, στον δρόμο, στην δουλειά, στην τέχνη, στο…βουνό για την αξιοπρέπεια,την ζωή.
Wonderful Momentum timeless beauty strong Fragile and Absolutely Magnificent. Thank you for Your Historical epic vidio.
Η καλύτερη της ερμηνεία …
Τι κι αν εφυγες, τι κι αν χαιθηκες, παντα θα ζεις στην καρδια μου και θα εισαι το ειδωλο μου, παντα θα θυμαμαι ολα αυτα που διαβαζα για σενα, για οσα ολα πολεμισες, ΜΠΡΆΒΟ, ησουν, εισαι και θα εισαι σπουφαιο ατομο!!!
Είσαι πάντα μαζί μας τι και αν έφυγες ,εμείς θα σε θυμόμαστε .Σημάδεψες την ζωή μας με το ήθος ,τους αγώνες και αγάπη σου για τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ!!!
τριτη λυκειου πανελληνιες το διαβαζα και μ εκανε σκατα ψυχολογικα αλλα παρολα αυτα συνεχιζα να το διαβαζω δεν ξερω γιατι, ενω μου μαυριζε την ψυχη δε μπορουσα να σταματησω
Theo Pouine το ίδιο ακριβώς νοιώθω κι εγώ... αυτή την ακαταμάχητη έλξη να συνεχίζω να το ακούω, ενώ το νοιώθω πως με πλημμυρίζει με εσωστρεφή συναισθήματα..
Theo Pouine ακριβώς το ίδιο! Το διάβαζα με μανία!
Κι εγώ έτσι την πάτησα!!!
Χάχαχ και εγώ είμαι Τρίτη λυκείου και σε 2 μέρες ξεκινάνε οι πανελλήνιες
θυμαμαι και γω στην κατεύθυνση μας είχε φέρει η φιλόλογος να ακούσουμε την εκτέλεση που απαγγέλλει ο ρίτσος. Από αυτό το πραγματικά καθηλωτικό έργο, της φιλολόγου, το μόνο που της έμεινε ήταν στο σημείο που αναφέρεται στην πολιτεία και στον "τίμιο ιδρώτα" της, ότι "η στρατευση στην τέχνη ειναι κακό πράγμα"...
Δεν υπάρχει τέτοια απαγγελία! Ανεπανάληπτη!
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο... Το ξέρω, το δοκίμασα! Δεν ωφελεί...
Nice work!! great video.thumbs up
Zee Dot Thank you! Melina's narration of this wonderful poem is among the best things I have listened to... :))
Ακούγεται ο άνθρωπος που απαιτεί την μια και μοναδική του ταυτότητα : θαυμαστής.
ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ!!!
ΜΑΓΙΚΟ!!!
❤
Quelle femme!
Όταν ακούς και διαβάσεις Ρίτσο και αλλους σπουδαίους, που να πας να γράψεις εσύ μετα;
Κανείς δεν ήταν Ρίτσος όταν τα έγραφε. Όλοι ήταν λίγο τρελοί και το μυαλό τους γεννούσε ιστορίες και κόσμους. Φτάνει αυτό.
@@BarbarianAncestry Nα μαζευτούμε εμείς οι λίγο τρελοί να γεννήσουμε μία ιστορία και κόσμους μαζί...
Κάθε φορά που γραφω αυτό σκέφτομαι...
@@ΓιάννηςΓκόγκουλης Σκέψου το δημιουργικά, αυτό μας δίδαξε η τέχνη, ολοι μαζί, όχι ίδιοι, ολοι μαζί, ξεχωριστοί, σας έχουμε ανάγκη εμείς που δεν γράφουμε, νιώθουμε, μιλάμε, “εκφραζόμαστε” μέσα από εσάς…πολλές, άπειρες φορές.
Γράγεις απο ανάγκη, χωρίς άλλεσ βλέψεις
Πως να μη νιώσεις τον τόπο μας, βαθιά μέσα σου, μετα από αυτό το άκουσμα;;;;
Σ` ευχαριστούμε που το ανέβασες...
Ρε παιδιά, πονάει..
Συγκλονιστικό!!!!
...Kai oute exei simasia pou asprisan ta mallia mou. Den einai touto h lypi mou... h lypi mou einai pou den asprizei kai h kardia mou.
Σ' αγαπάμε και σε θαυμάζουμε... ακόμα και σήμερα!!!
Μπράβο !!!
Αξεπέραστη.....!!!!!!
Αυτο ειναι ΜΟΥΣΙΚΗ
ena pragmatiko aristourgima
η ελλαδα..οπου και να παω με πληγωνει...αυτη την χωρα...δεν μπορω να την σηκωσω στους ωμους μου περισσοτερο...τυμβωρηχει ασυστολα.......
Ποσό σας καταλαβαινω
akoma edw
Σε ευχαριστούμε για την ανάρτηση, μαγική απαγγελία , φοβερή επιλογή φωτογραφιών που την πλαισιώνουν ! Μπράβο ! Πότε έγινε η ηχογράφηση;
Δυστυχώς δεν γνωρίζω. Και ευχαριστώ για το σχόλιο και τα όμορφα λόγια!
Να είσαι καλά !! Δεν κάνει τίποτα μπροστά στην δική σου δουλειά και σε όσα φοβερά διασώζεις !! :)
Αν βρω , θα σου πω την χρονολογία! Το subscribe στον λογαριασμό-προφίλ σου,έχει ήδη γίνει ! Φιλιά πολλά !
Ευχαριστώ πάρα πολύ! :)
!
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.
111
:'(
εξαίσια απαγγελία