Από τον γέρον Κακουλλήν τον γείτον τον καλόν μου μιαν ιστορίαν άκουσα πού ‘μεινεν στο μυαλόν μου Ένας λεβέντης, είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν παντρεύτηκεν μα δέν εισιεν καμιάν περιουσίαν Τζιαι στην απερπισίαν του την μοίραν του μαύρην ο νέος ξενιτεύτηκεν την τύχην του για νά ‘βρει Επήεν χώρες μακρινές δουλειάν για να γυρέψει μα τότες πόσταν έν εισιεν γράμματα για να πέψει Είκοσι γρόνια δούλευκεν μακρά σε ξένους τόπους τζι έκαμεν λίρες κάμποσες με τους πολλούς του κόπους Τρεις λίρες εθυσίασεν άλογον να γοράσει τζιαι πέντε όπλον για τζιηνύιν στον νώμον να κρεμμάσει Τζι αφού το αποφάσισεν χωρίς τζιαιρόν να χάσει έπκιαν τα τζιαι ξεκίνησεν στον τόπον του να φτάσει Μα στο στραφήν του έμελλεν τα μμάδκια του να δούσιν τον πάνσοφον τον γέρονταν π’ άκουεν να λαλούσιν Τα πλάσματα βουρούσασιν εις την σειράν να μπούσιν να πάσιν εις τον γέρονταν να τον συμβουλευτούσιν Έμπην τζιαι τζείνος στην σειράν χωρίς τζιαιρόν να χάσει μιαν συμβουλήν που ν’ άξιζεν τζιαι τούτος πέρκι πκιάσει Τζιαι με τον γέρον έκατσεν σε τζείντην ξένην χώραν τζιαι κουβεγκιάζασιν μαζίν τζι οι δκύο καμπόσην ώραν Είπεν του γέρου προχωρά στο σπίτιν του να φτάσει τζιαι την αγαπημένην του να την σφιχταγκαλιάσει Ο γέρος εσηκώστηκεν σούζει την τζιεφαλήν του τζιαι πολοήθην τζι είπεν του τότες την συμβουλήν του Λαλεί του άμαν θυμωθείς να μεν κάμνεις φοέραν να σφίξεις γιε μου την καρκιάν τζιαι λάμνε παραπέρα Πάρε βαθκιάν αναπνοήν ποφύσα στον αέραν τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε την δεύτερην ημέραν Λαλεί του τούντην συμβουλήν που μέναν που ‘ννα πκιάεις μες στο μυαλόν σου φυλαχτόν να έσιεις όπου πάεις Αν θυμωθείς τζιαι τ’ όπλον σου κάπκοιαν στιγμήν το πκιάσεις ν’ αθθυμηθείς την συμβουλήν τζιαι να το κατεβάσεις Τζι αν πάρεις την απόφασην άδρωπον να σκοτώσεις να μείνεις την επαύριον για να τον θανατώσεις Έπκιασεν τούντην συμβουλήν πάλαι καβαλλιτζεύκει ποσιαιρετά τον γέρονταν τζιαι που κοντά του φεύκει Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά πολλά ταλαιπωράται ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν έσσω του ως πολλάτε Μά ‘ταν αργά εσκέφτηκεν τωρά παρόν να δώσει τζι είπεν θα φανερώννετουν άμαν θα ξημερώσει Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν μέσα εις την αυλήν του τζιαι θα εφανερώννετουν αύριον στην καλήν του Η νύχτα σαν εντύθηκεν τα μαύρα της τα κάλλη νά σου θωρεί έναν άδρωπον να μπαίννει το προσαύλιν Τζιαι διασχίζει την αυλήν που μιαν μερκάν ως άλλην τζιαι η καλή του να τ’ αννοίει τζιαι έσσω να τον βάλλει “Την άτιμην εν φίλος της” σκέφτεται τζιαι θυμώννει τζι ευτύς πκιαννεί το όπλον του με βόλια το γεμώννει Θα πυροβόλαν τζιαι τους δκυο μα όμως για καλόν του η συμβουλή του γέροντα ήρτεν εις το μυαλόν του Άφηκεν την γεναίκαν του την πόρταν να βαώσει τζιαι σκέφτην παίζει τζιαι τους δκυο άμαν θα ξημερώσει Ο ήλιος άμα έβκηκεν στον κόσμον για να φέξει νά σου ξυπνούν τα πλάσματα που έθελεν να παίξει Βκαίννει της πόρτας του σπιδκιού τζιαι πάει προς την βρύσην για να νιφτεί ο άδρωπος πού ‘θελεν να κουτσιήσει Τζιαι είδεν τον που έβαλλεν νερόν πα στα μαλλιά του τζιαι παλαβώννει ξαφνικά π’ ακούει την λαλιάν του “Σάσ’ μου καλά την τσιένταν μου που ‘ννα μεσομερκάσω γιατ’ εν οι ώρες κάμποσες μέχρι που να σκολάσω Βάλε τζιαι κάτι α μανά μπούκκωμαν για να φάω τζι ύστερα βάρ’ μου μιαν ευτσιήν τζι εις την δουλειάν να πάω” Τζιαι όπως εσημάδκιαζεν πάνω στην τζιεφαλήν του αμέσως επαλάβωσεν τζι εθόλωσεν το δείν του Τζι εσκέφτην πως ο γέροντας με τζείντην συμβουλήν του εν άφηκεν το σιαίριν του να παίξει τον παιδίν του Αγαπητοί ακροατές συγγνώμη για τον χρόνον μα πριν τελειώσω θα σας πω αλλόναν στίχον μόνον Εάν σας τύχει κάποτε τζι εσείς να θυμωθείτε την συμβουλήν του γέροντα να την αθθυμηθείτε
Πρώτη φορά ακούω το μάστορα τούτο. Σημαντικό το δίδαγμα του... ευχαριστώ πολύ
My childhood memories when I use to listen cyprus FM radio from my village from Lebanon mountains (Mont-Liban);
❤βασιλιάς τής ποίηση αναντικαταστατος
Από τον γέρον Κακουλλήν τον γείτον τον καλόν μου
μιαν ιστορίαν άκουσα πού ‘μεινεν στο μυαλόν μου
Ένας λεβέντης, είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν
παντρεύτηκεν μα δέν εισιεν καμιάν περιουσίαν
Τζιαι στην απερπισίαν του την μοίραν του μαύρην
ο νέος ξενιτεύτηκεν την τύχην του για νά ‘βρει
Επήεν χώρες μακρινές δουλειάν για να γυρέψει
μα τότες πόσταν έν εισιεν γράμματα για να πέψει
Είκοσι γρόνια δούλευκεν μακρά σε ξένους τόπους
τζι έκαμεν λίρες κάμποσες με τους πολλούς του κόπους
Τρεις λίρες εθυσίασεν άλογον να γοράσει
τζιαι πέντε όπλον για τζιηνύιν στον νώμον να κρεμμάσει
Τζι αφού το αποφάσισεν χωρίς τζιαιρόν να χάσει
έπκιαν τα τζιαι ξεκίνησεν στον τόπον του να φτάσει
Μα στο στραφήν του έμελλεν τα μμάδκια του να δούσιν
τον πάνσοφον τον γέρονταν π’ άκουεν να λαλούσιν
Τα πλάσματα βουρούσασιν εις την σειράν να μπούσιν
να πάσιν εις τον γέρονταν να τον συμβουλευτούσιν
Έμπην τζιαι τζείνος στην σειράν χωρίς τζιαιρόν να χάσει
μιαν συμβουλήν που ν’ άξιζεν τζιαι τούτος πέρκι πκιάσει
Τζιαι με τον γέρον έκατσεν σε τζείντην ξένην χώραν
τζιαι κουβεγκιάζασιν μαζίν τζι οι δκύο καμπόσην ώραν
Είπεν του γέρου προχωρά στο σπίτιν του να φτάσει
τζιαι την αγαπημένην του να την σφιχταγκαλιάσει
Ο γέρος εσηκώστηκεν σούζει την τζιεφαλήν του
τζιαι πολοήθην τζι είπεν του τότες την συμβουλήν του
Λαλεί του άμαν θυμωθείς να μεν κάμνεις φοέραν
να σφίξεις γιε μου την καρκιάν τζιαι λάμνε παραπέρα
Πάρε βαθκιάν αναπνοήν ποφύσα στον αέραν
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε την δεύτερην ημέραν
Λαλεί του τούντην συμβουλήν που μέναν που ‘ννα πκιάεις
μες στο μυαλόν σου φυλαχτόν να έσιεις όπου πάεις
Αν θυμωθείς τζιαι τ’ όπλον σου κάπκοιαν στιγμήν το πκιάσεις
ν’ αθθυμηθείς την συμβουλήν τζιαι να το κατεβάσεις
Τζι αν πάρεις την απόφασην άδρωπον να σκοτώσεις
να μείνεις την επαύριον για να τον θανατώσεις
Έπκιασεν τούντην συμβουλήν πάλαι καβαλλιτζεύκει
ποσιαιρετά τον γέρονταν τζιαι που κοντά του φεύκει
Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά πολλά ταλαιπωράται
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν έσσω του ως πολλάτε
Μά ‘ταν αργά εσκέφτηκεν τωρά παρόν να δώσει
τζι είπεν θα φανερώννετουν άμαν θα ξημερώσει
Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν μέσα εις την αυλήν του
τζιαι θα εφανερώννετουν αύριον στην καλήν του
Η νύχτα σαν εντύθηκεν τα μαύρα της τα κάλλη
νά σου θωρεί έναν άδρωπον να μπαίννει το προσαύλιν
Τζιαι διασχίζει την αυλήν που μιαν μερκάν ως άλλην
τζιαι η καλή του να τ’ αννοίει τζιαι έσσω να τον βάλλει
“Την άτιμην εν φίλος της” σκέφτεται τζιαι θυμώννει
τζι ευτύς πκιαννεί το όπλον του με βόλια το γεμώννει
Θα πυροβόλαν τζιαι τους δκυο μα όμως για καλόν του
η συμβουλή του γέροντα ήρτεν εις το μυαλόν του
Άφηκεν την γεναίκαν του την πόρταν να βαώσει
τζιαι σκέφτην παίζει τζιαι τους δκυο άμαν θα ξημερώσει
Ο ήλιος άμα έβκηκεν στον κόσμον για να φέξει
νά σου ξυπνούν τα πλάσματα που έθελεν να παίξει
Βκαίννει της πόρτας του σπιδκιού τζιαι πάει προς την βρύσην
για να νιφτεί ο άδρωπος πού ‘θελεν να κουτσιήσει
Τζιαι είδεν τον που έβαλλεν νερόν πα στα μαλλιά του
τζιαι παλαβώννει ξαφνικά π’ ακούει την λαλιάν του
“Σάσ’ μου καλά την τσιένταν μου που ‘ννα μεσομερκάσω
γιατ’ εν οι ώρες κάμποσες μέχρι που να σκολάσω
Βάλε τζιαι κάτι α μανά μπούκκωμαν για να φάω
τζι ύστερα βάρ’ μου μιαν ευτσιήν τζι εις την δουλειάν να πάω”
Τζιαι όπως εσημάδκιαζεν πάνω στην τζιεφαλήν του
αμέσως επαλάβωσεν τζι εθόλωσεν το δείν του
Τζι εσκέφτην πως ο γέροντας με τζείντην συμβουλήν του
εν άφηκεν το σιαίριν του να παίξει τον παιδίν του
Αγαπητοί ακροατές συγγνώμη για τον χρόνον
μα πριν τελειώσω θα σας πω αλλόναν στίχον μόνον
Εάν σας τύχει κάποτε τζι εσείς να θυμωθείτε
την συμβουλήν του γέροντα να την αθθυμηθείτε
Πολλά ωραίο! Αριστούργημα! Μπράβο!
Εξαιρετικόν φίλε μου μπράβο σου!!!!
Είσαι τεράστιος φίλε
Εξαιρετικό ποίημα!!! Συχαρητήρια Χαμπή!
ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΔΩΣΗ.ΝΑ ΕΙΣΕ ΚΑΛΑ ΚΥΡ ΧΑΜΠΗ
Euxaristoume gia th simvouli..
Απίθανο!
Χαμπη ξιουριστω γυριλλομουστακο σαγαπω
Μπράβο !!!
συγκλονιστικό!!!
Polla Kalo BRAVO SOU !!!
Κυπριακή παράδοση! Η μόνη ζωντανή! Συγχαριτήρια για το upload!
μπράβο κύριε χαμπη πολύ ωραιο
Μπραβο κ. Χαμπη, δεν το ηξερα οτι αυτο ειναι δικο σας, και παλι χιλια μπραβο
Great. nice upload.
Mpravo re kuriako!!!!
xampis axniotis !!!!!!!!!!
Εισε τελιος
Eise telios
poli wreo tragoudi me poli noima
Πόλη καλο
poly oraio tragoydi kai oreo noima
Poly sigglonistiko!!
Sophroniantoles
Ο Χαμπης εν παιζετε!!
para poly oraion tragoudin k poli symvouleftikon mpravo tou
🇬🇷🇬🇷🇬🇷🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾🇨🇾
wreo
pola kalo
File.hambi.opos.panta.siharitiria.the.best.
Μπράβο!!!!!