Μαρία Σιδέρη - Αλύγιστη της ταξικής Πάλης

Поделиться
HTML-код
  • Опубликовано: 2 янв 2022
  • Έφυγε η Μαρία Σιδέρη της δρακογενιάς των αλύγιστων της ταξικής πάλης
    💥 🔻 Η συντρόφισσα Μαρία, δεν είναι πια μαζί μας…
    Από τις τελευταίες επιζήσασες στις φυλακές Αβέρωφ - περιμένοντας συνεχώς στο μπουντρούμι να φωνάξουν το όνομα της για εκτέλεση.
    Επονίτισσα, ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗ ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ, πέρασε τα περισσότερα χρόνια του εγκλεισμού της στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ.
    🎈🎈 Δίπλα μας εδώ στην Καισαριανή κάθε ώρα, κάθε στιγμή, μέχρι την τελευταία της πνοή στα «εύκολα» και στα δύσκολα ...
    Θα τη θυμόμαστε πάντα σαν μία από τις χιλιάδες -αλλά και ξεχωριστή, των αλύγιστων της ταξικής πάλης.
    🎈🎈 iivenceremos20...
    Την αποχαιρετάμε με περηφάνια και σεβασμό, έχοντας κλείσει έναν μεγάλο και γεμάτο κύκλο ζωής, αδιάλειπτης δράσης και ανυποχώρητων αγώνων.
    Η Μαρία Δεμσερή - Σιδέρη (όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ) γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1923.
    Το 1943 εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και είχε ενεργή συμμετοχή σε όλες τις δραστηριότητές της ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Αργότερα οργανώθηκε και στο ΚΚΕ.
    Συνελήφθη δύο φορές για τη δράση της, την πρώτη στις 5-Δεκ-1946, τη δεύτερη στις 7-Ιουλ- 1947, οπότε και καταδικάστηκε πέντε φορές σε θάνατο.
    Έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια, περιμένοντας κάθε μέρα την εκτέλεσή της.
    Αποφυλακίστηκε στις 23-Νοε-1959 με τα μέτρα ειρήνευσης.
    Το 1981 εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Ερμής» το πρώτο της βιβλίο «Δεκατέσσερα Χρόνια», έργο βιογραφικό που παρουσιάζει τη ζωή της από τη σύλληψη μέχρι και την απελευθέρωσή της, με εικονογράφηση από έργα δικά της τα οποία φιλοτεχνήθηκαν κατά τη διάρκεια της πολύχρονης φυλάκισής της.
    Το 1992 παρουσίασε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Χρόνια Οδύνης». Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1984.
    Η συντρόφισσα Μαρία, μία από τις χιλιάδες των αλύγιστων της ταξικής πάλης, ήταν από τις τελευταίες επιζήσασες των φυλακών Αβέρωφ, υπεύθυνη της γυναικείας χορωδίας των κρατούμενων γυναικών. Υπήρξε σύζυγος του κομμουνιστή ποιητή Γιώργου Σιδέρη, με τον οποίο γνωρίστηκε ενώ ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας.
    ΕΠΟΝ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ
    Εγώ δεν ήμουν ακόμη κομμουνίστρια, λέει σε μια της συνέντευξη, επονίτισσα ήμουν. Τότε που μπήκαμε στην ΕΠΟΝ δεν ξέραμε ακόμη για το κομμουνιστικό κόμμα, αντάρτες, αγωνιστές από το ΕΑΜ ξέραμε. Μπήκα στην ΕΠΟΝ το ’43 στην Κοζάνη. Με κάνανε γραμματέα. Τότε γράφαμε προκηρύξεις, γράφαμε στους τοίχους, μεταφέραμε κάποιο σημείωμα κ.λπ.
    Τον Οκτώβρη του ’44 φύγανε οι Γερμανοί. Είχαμε τα γραφεία μας ανοιχτά. Οργανώθηκαν κι άλλα κορίτσια. Κάναμε γιορτές, δεν μας ενοχλούσε κανένας· στην αρχή. Μετά άρχισαν και μας καίγαν και να μας σπάνε τα γραφεία οι χίτες, οι ΠΑΟτζήδες. Ηταν γνωστοί αυτοί οι ΠΑΟτζήδες στη δυτική Μακεδονία. Φυλαγόμασταν αλλά είχαμε τους χίτες, δεν μπορούσαμε να στεριώσουμε γραφείο.
    Μετά κάποια στιγμή μας συλλαμβάνανε. Πέρασα τρεις μήνες σε κρατητήριο για προκηρύξεις. Δεύτερη φορά όταν ψάχνανε να βρουν πολύγραφο - ξέραν ότι ήμουνα στέλεχος. Ξύλο, χαστούκια... Ήταν Χριστούγεννα του ’46.
    Το ’47 πια με συλλαμβάνουν για την «Ελένη». Ένα βράδυ, νύχτα, ήρθαν καμιά δεκαριά χωροφύλακες σπίτι μου. Με πήγανε στην ασφάλεια. Ο μοίραρχος …
    «Γιατί, κοριτσάκι μου; Τι ζητάνε; Να πεις ένα όνομα; Πες το, να τελειώνουμε… Τις φιλενάδες σου τι θα τις κάνουν;». Προσπαθούσε να με ξεγελάσει, αλλά εγώ δεν έλεγα: «Ελένη μου τη σύστησαν, Ελένη την ξέρω». Ήξερα ότι είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις … Δεν ήξερα ότι είχαν πιάσει την «Ελένη». Τότε αρχίσανε πολλές συλλήψεις στην περιοχή. Μόνο που ξέρανε ότι είσαι με τους αντάρτες, με τους αντιστασιακούς, σε συλλαμβάνανε.
    Τρεις μήνες με κράτησαν στην ασφάλεια. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλεγα. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε. Ήξερα αυτά τα παιδιά, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Άκουγα φάλαγγα και δεν ήξερα τι ήταν … Τη δοκίμασα τελικά κι έτσι την έμαθα - Είχα αδυνατίσει και είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο. Μετά εφαρμόσανε ένα άλλο βασανιστήριο, αγκαλιά το λέγανε. Με έπιανε ο ένας χωροφύλακας όπως με έσπρωχνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπιανε, έπεφτα κάτω και με κλωτσούσαν να σηκωθώ, όπου μ’ έπαιρνε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαίνανε στον μοίραρχο και με βλέπανε πώς ήμουνα πρησμένη. Τάχα έκανε τον καλό. Τελικά έγινε κι αυτός κακός. Περίμενε να πω «όχι» - «ναι» δεν ακούσανε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλεγα- κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστούκι! Μου ’πε μάλιστα «πουτανάκι» και βρισιές -τα πρώτα άσχημα λόγια- και μου ’δωσε τότε δυο χαστούκια μεγάλα που αυτά τα θυμάμαι πάντα - όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρτε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλετε» - καταλαβαίνετε, ξύλο. Όταν με πηγαίνανε σε αυτόν μου έλεγε να κάνω δήλωση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξερα άλλη κουβέντα. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση...

Комментарии •