ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Επιφάνεια Αβέρωφ

Поделиться
HTML-код
  • Опубликовано: 28 авг 2024
  • ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Επιφάνεια Αβέρωφ

Комментарии • 9

  • @Slavica-kl3rf
    @Slavica-kl3rf 2 месяца назад

    🙏🏻🙏🏻🙏🏻

  • @vickiepap
    @vickiepap 3 года назад +3

    Ύψιστη ερμηνεία!!!η καλύτερη όλων!!!!

  • @nikoszilikis6563
    @nikoszilikis6563 4 года назад +6

    Θερμές ευχαριστίες και για τον Ήλιο και Χρόνο και γι αυτό! Η καλύτερη εκτέλεση, κατά την ταπεινή γνώμη μου, το έχω σε βινύλιο (εισαχθέν παρανόμως, τότε...)

  • @tobyphilpott9686
    @tobyphilpott9686 Год назад

    Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
    η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
    το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
    και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
    χρυσά τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν
    Κράτησα τη ζωή μου
    κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
    ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
    σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
    καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει
    Κράτησα τη ζωή μου στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
    μια χαρακιά στο γόνατό σου
    τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού
    τάχα να μένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
    γύρω στη παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή
    Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
    περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της
    Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές
    ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος τίποτε δε ρωτούν
    μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια
    μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι
    Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
    δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
    ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
    σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
    την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας "ευτυχία"
    Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
    κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
    ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
    εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
    που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής
    Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει
    στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
    μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
    βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του
    δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα
    Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
    να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
    που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
    όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
    κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
    που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
    και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου
    ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου
    Το χιόνι
    και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

  • @MrTheofilos2009
    @MrTheofilos2009  9 лет назад +1

  • @tobyphilpott9686
    @tobyphilpott9686 Год назад

    The blooming sea and the mountains in the moonlight
    the big stone near the prickly pears and daffodils
    the pitcher that didn't want to run dry at the end of the day
    and the closed bed near the cypresses and your hair
    golden stars of Cygnus and that star Aldevaran
    I kept my life
    I kept my life traveling
    among yellow trees in slanting rain
    on silent slopes laden with beech leaves
    no fire on top of it gets dark
    I kept my life in your left hand a line
    a scratch on your knee
    so that they exist in the sand of last summer
    let them stay where the north wind blew as I listen
    around the frozen lake the foreign voice
    The faces I see don't even ask the woman
    walking stooped sucking her child
    I climb the mountains with bruised lashes
    the snowy plain, as far as the snowy plain they ask nothing
    not the weather shut in mute chapels
    nor the hands that are stretched out to turn, nor the roads
    I kept my life whispering in the vast silence
    I no longer know how to speak or reason
    whispers like the breath of the cypress that night
    like the human voice of the night sea on the gravels like
    the memory of your voice saying "happiness"
    I close my eyes, looking at the secret meeting of the waters
    under the ice the smile of the sea the closed wells
    palpating with my own veins the veins that elude me
    where the water flowers end and this man
    who steps blindly on the snow of silence
    I kept my life, with him, looking for the water that touches you
    rained heavily on the green leaves, on your face
    in the empty garden, sent to the still tank
    finding a swan dead in its white wings
    trees alive and your eyes fixed
    This road does not end, it has no change, as long as you turn
    to remember your childhood, those who are gone
    who perished in their sleep in pelagic graves
    as long as you ask the bodies you loved to bend
    under the hard boughs of the sycamores there
    who stood a ray of the sun naked
    and a dog squealed and your heart fluttered
    the road has no change, I kept my life
    The snow
    and the water frozen on the horses' feet.

    • @tobyphilpott9686
      @tobyphilpott9686 Год назад

      Correction: I climb the mountains with bruised lashes
      the snowy plain, as far as the snowy plain they ask nothing
      not time shut in mute chapels
      nor the hands that are stretched out to turn, nor the roads
      Further corrections welcome.

  • @hera1917
    @hera1917 Год назад +1

    Ιερή προσφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό .Άξιοι όλοι αυτοί που θεράπευσαν το έργο του Υψίστου Δημιουργου