ΙΛΕΩΣ του Κωνσταντίνου Αθ Οικονόμου 🎧😥✒📚⏲🗡AUDIOBOOK ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ διαβάζει ο ίδιος

Поделиться
HTML-код
  • Опубликовано: 19 окт 2024
  • Ίλεως1
    Διήγημα
    από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
    Ο Αρίστος είχε έρθει για πρώτη φορά στο κεφαλοχώρι της Θεσσαλίας πριν από τον πόλεμο του Σαράντα. Σίγουρα το χωριό αυτό τού θύμιζε την πατρίδα του τη Σαλονίκη, όπως την έλεγε πάντα, κι αυτό γιατί ο Πετρωτός ήταν κτισμένος στα ριζά του βουνού που αγνάντευε το Θερμαϊκό, στις ανατολικές εσχατιές της Λάρισας. Όταν πρωτώρθε στο χωριό μ΄έναν φίλο του που δούλευαν μαζί στην κατασκευή των γραμμών του τραίνου, ένα δυο χιλιόμετρα μακρύτερα από τα πρώτα σπίτια του Πετρωτού, ούτε που το φανταζόταν πως εκεί θα ρίζωνε. Ο φίλος του τον έφερε εκεί για ένα τσιπουράκι πριν ξανακατηφορίσουν για τις παράγκες όπου είχε ο Αρίστος τον προσωρινό του κοιτώνα, μια κίνηση που έμελλε να γίνει συνήθεια κάθε απομεσήμερο μετά τη σκληρή δουλειά κάτω από τον ανυπόφορο καλοκαιριάτικο ήλιο.
    Ο Αρίστος ήταν ο τελευταίος γιος ενός μεγαλέμπορα της Μακεδονίας, που παρ΄όλη την περιουσία του προτιμούσε να προικίζει πλουσιοπάροχα κάθε φορά και μία από τις πέντε κόρες του, αφήνοντας το στερνοπαίδι του να “ψηθεί” στο μεροκάματο για να πονέσει το “βιος του πατέρα του”, όπως ακριβώς του έλεγε ο ίδιος. Τα ίδια λόγια του ξανάπε τη μέρα που τον “έγραψε” στις λίστες των εργατών του Σ.Ε.Κ. Έτσι, ο Αρίστος βρέθηκε, προσωρινά, όπως τουλάχιστον εκείνος πίστεψε, στα χωράφια της Θεσσαλίας, αρμόζοντας ράγες για το σιδερένιο θεριό.
    Όμως, κι αυτό συμβαίνει συχνά στο διάβα της ζωής, αστάθμητος παράγοντας ήρθε, εισέβαλε καλύτερα, βάζοντας τρικλοποδιά στα σχέδια του μεγαλέμπορα για το γιο του, ο Έρωτας. Ο Μακεδόνας εργάτης, κοντά στο σπίτι του φίλου του, γνώρισε μια ομορφομάτα μελαχροινή, την Ανδρομάχη, και αγαπήθηκαν με πάθος που φώλιασε από την πρώτη ματιά στις καρδιές τους. Ο Σαλονικιός έμπορος στην αρχή δεν ήθελε ν΄ακούσει κουβέντα για τα σχέδια του Αρίστου, που ορθά-κοφτά δήλωσε του πατέρα του πως ήθελε να ζήσει με την αγαπημένη του για πάντα στο χωριό. Βλέπεις εκείνη δεν είχε “μεράδι”, ήταν πάμφτωχη. Όμως, βλέποντας την επιμονή του γιου του, ο γέρος αποφάσισε να τον αφήσει να κάνει την “κουτουράδα”. Έτσι, δίνοντάς του την ευχή, του΄δωσε και ένα φόρτωμα από την αποθήκη του για να ανοίξει και ΄κείνος ένα μαγαζάκι στο χωριό.
    Λίγες μέρες κατόπι, δίπλα στην Εκκλησιά του χωριού, οι νιοστεφάνωτοι Αρίστος κι Ανδρομάχη καμάρωναν έξω από το μαγαζί τους, που είχε απλωμένες τις πραμάτειες του ως το πεζοδρόμιο, την λαμαρινένια πινακίδα πάνω απ' τ΄ αψηλό πορτί του: “Αποικιακά είδη και εδώδιμα - Αρίστος Βασιλόπουλος”. Στο γοργοκύλημα του χρόνου, με το εισόδημα του μαγαζιού τα έφερνε βόλτα κουτσά στραβά η οικογένεια, που αυξήθηκε σε λίγα χρόνια στα πέντε μέλη. Η Ανδρομάχη είχε φέρει στον κόσμο δυο γιους και μια κόρη. Κι ενώ, η πατρική οικογένεια του Αρίστου τον είχε πια ξεχασει για τα καλά, εκείνος δε στενοχωριόταν, γιατί η αγάπη της καλής του, που γι΄αυτόν ήταν ο κόσμος ολάκερος, χλώμιαζε όλες τις θλίψεις του.
    Ώσπου πέντ΄έξι χρόνια μετά το γάμο του, ο Αρίστος έμαθε πως ένα πλουσιόπαιδο του χωριού θα άνοιγε και κείνο ένα μαγαζί, αφήνοντας να φανούν τα πρώτα σύγνεφα πάνω στο μέτωπο του εργατικού οικογενειάρχη. Ο λόγος ήταν ότι το νέο κατάστημα, έχοντας μεγάλια συρμαγιά και “χρυσές” πλάτες από τους πλούσιους γονείς του ντόπιου εμπόρου, έκαμε ευκολίες, δουλεύοντας μεγαλύτερο βερεσέ, πράγμα που, όσο νά' ναι, στη δεκαετία του '50 ήταν μια ανακούφιση για τους φτωχούς επαρχιώτες. Παρ΄όλα αυτά ο Αρίστος εξακολουθούσε με το χαμόγελο που ποτέ δεν έσβηνε από το πρόσωπό του και την κάθε άλλο παρά προσποιητή καλοσύνη του να εξυπηρετεί πρόσχαρα τους πελάτες του και να βγάζει τα απαραίτητα για την Ανδρομάχη και τα παιδιά του.
    Αντίθετα, από τον Αρίστο, ο ανταγωνιστής του, θέλωντας “μονά-ζυγά” δικά του δεν έδειχνε ικανοποιημένος. Ήθελε να μεγαλώσει το πελατολόγιό του εις βάρος του “ξένου”, όπως αποκαλούσε πάντα τον Αρίστο. Κι όχι μόνο τούτο αλλά άρχισε να σχεδιάζει, μετερχόμενος όλα τα μέσα, το τελειωτικό χτύπημα στον αντίπαλό του για να μείνει μόνος μαγαζάτορας του Πετρωτού. Τις νύχτες μόνη σκέψη του, εμμονή καλύτερα, ήταν να βρει κάτι που θα εξοντώσει, ακόμη και φυσικά, τον Αρίστο. Το όπλο του αδίστακτου χωριάτη δεν άργησε να βρεθεί και άκουγε στο όνομα “Αρκούδας”!
    Ο κυρ-Τάσος, ήταν ο “Αρκούδας”, ένας μάλλον αλαφροϊσκιωτος, όπως τον ελέγαν στον Πετρωτό, ήταν ένας μοναχικός, κακοντυμένος πάντα μ΄ένα μακρύ αδιάβροχο κατατρυπημένο πανωφόρι, χειμώνα καλοκαίρι και λιγομίλητος μεσόκοπος. Το άγριο βλέμμα, που από φυσικού του είχε, τού δωκε και το άσχημο αυτό παρανόμι2. Κανείς δεν ήξερε από που “βαστούσ΄η σκούφια του”. Πάντως είχε στο χωριό καμιά δεκαετία. Σπίτι του “Αρκούδα” ήταν μια παλιά αχρησιμοποίητη αποθήκη, ενώ δούλευε καναδυό μεροκάματα τη βδομάδα σ΄ένα γύφτικο σιδεράδικο, ίσα-ίσα να βγάζει το μεζεδάκι του για το κρασί που ανελειπώς έπινε, και σε μεγάλες δόσεις, στην ταβερνίτσα, καλύτερα καφενέ, της πλατείας. Ποιος ξέρει τι πόνο ...

Комментарии •