6. Οι Γειτονιές του Κόσμου / The Neighbourhoods of the World - Έργο: Ορίζοντας επανάσταση
HTML-код
- Опубликовано: 10 фев 2025
- Ποίημα Δ' από το έργο «Οι Γειτονιές του Κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου:
Ο Κ. ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ βγήκε στο προαύλιο με τα χαράματα.
Τρίζαν οι καλογυαλισμένες μπότες του.
Τρίζαν και τα κλειδιά στα κελιά των φυλακών.
Ο κ. Διοικητής κοίταξε τον ουρανό και σφίχτηκε στη χλαίνη του.
Τ' αστέρια στην ανατολή είταν μεγάλα, καθαρά και σίγουρα.
"Θάχουμε καλή μέρα σήμερα" σκέφτηκε ο κ. Διοικητής.
Ο κ. Διοικητής σφίχτηκε πιότερο στη χλαίνη του.
"Έχει πολλή υγρασία, είπε,
μ' όλο που τόσους έχουμε σκοτώσει".
Χτες βράδι μετέδωσε ο σταθμός του Βερολίνου:
«Βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου τα στρατεύματά μας εγκατέλειψαν το Στάλινγκραντ».
«Έχει πολλή υγρασία. Φλεβάρης μήνας βλέπεις».
Κι αυτό το κλίμα της Αττικής δεν τον σηκώνει.
Πολλή ξαστεριά. Τούτα τ' αστέρια στην ανατολή.
Δεν υπάρχει τίποτα που να μη φαίνεται.
Όλα έτσι φωτεινά - τα βουνά, τ' αξύριστα πρόσωπα,
τα λιγνά μάγουλα, τα μάτια,
προς παντός τα μάτια των φυλακισμένων,
τα μάτια των σκοτωμένων. Είδες πως κοιτάνε.
Έτσι όλα φωτεινά. Στο διάβολο τούτο το φως.
«Λοχία, ε, Λοχία. Είναι η ώρα».
«Επί σκοπόν».
Η πολιτεία κοιμόταν.
Οι συνοικίες καμώνονταν τις ανήξερες.
Ο Αντρέας έκοβε τα νύχια των ποδιών του στο πεζούλι.
Είταν ήσυχος ο Αντρέας - χούφτιαζε τα γερά ποδάρια του
και μελετούσε στη σειρά από μέσα του τα παράνομα ραντεβού του.
«Όχι δε φτάνει ο καιρός - Δεν τον προλαβαίνεις τόσο κόσμο,
δεν την προλαβαίνεις όλη τη ζωή, δεν το προφταίνεις όλο τ' όνειρό σου
και δεν κρατάνε τα παπούτσια - τόσοι δρόμοι,
πρέπει να πάρει και γυαλιά και μια ρεμπούμπλικα
ν' αλλάξει λίγο τη φάτσα του - σάμπως να τον μυρίστηκαν,
κάποιος ίσκιος σέρνεται από πίσω του τα βράδια -
εκείνα τα πιστόλια δεν κάνουν πια.
6 και τέταρτο, ναι, Δουργούτι,
7 και 5, Παγκράτι,
8μιση, Καισαριανή,
9 και 20 - που να προφτάσεις;»
Ο Αντρέας κόβει τα νύχια των ποδιών του στο πεζούλι.
Ο Αντρέας είναι ήσυχος. Ο Αντρέας θα προφτάσει.
Κι ο Βαγγέλης είναι ήσυχος. Έκανε το καθήκον του.
Και τ' αστέρια στην ανατολή είναι ήσυχα και μεγάλα και σίγουρα.
Και το Στάλινγκραντ είναι σίγουρο,
κι είναι τόσο το φως σ' όλον τον κόσμο, σύντροφε Βαγγέλη,
κι είναι τόσο όμορφο το φως, Βαγγέλη,
όλα τα δείχνει έτσι όμορφα το φως. Ο Αντρέας θα προφτάσει.
Η πολιτεία κοιμάται.
Η πολιτεία κάνει πως κοιμάται.
Κι ο μπαρμπα-Στάθης λούζεται κάτου από τη βρυσούλα της αυλής.
Η βρυσούλα είναι κόκκινη, φρεσκοβαμμένη.
Κι οι τοίχοι ολόγυρα της γειτονιάς είναι κόκκινοι απ' τα συνθήματα, φρεσκοβαμμένοι.
Κι ο μπαρμπα-Στάθης είναι γιομάτος σαπουνάδες -
χαμογελάει αγαθά πίσω απ' τις σαπουνάδες -
κάτι σκέβεται ο μπαρμπα-Στάθης, κάτι σκέβεται, χαμογελάει.
Το χαμόγελό του πίσω απ' τις σαπουνάδες
είναι σαν ένας μικρός ήλιος πίσω απ' τα άσπρα ανοιξιάτικα σύγνεφα
κι η κόκκινη βρυσούλα πάνω απ' το μπαρμπα-Στάθη
είναι σαν ένα εξοχικό γραμματοκιβώτιο μέσα στα γέλια των παιδιών και στα τζιτζίκια
κι η ροζιασμένη καρδιά του μπαρμπα-Στάθη
είναι κι αυτή ένα φρεσκοβαμμένο γραμματοκιβώτιο
που ρίχνει ο κόσμος το πιο χαρούμενο γράμμα του κόσμου,
που όταν τ' ανοίγεις και διαβάζεις ανοίγει όλος ο κόσμος,
που ξαναδιαβάζεις κι ανοίγει ο ουρανός,
και το ξαναδιαβάζεις
κι ανοίγει η Λευτεριά τα δυο της χέρια - σ' αγκαλιάζει η Λευτεριά
κι ανοίγει τα δυο χείλη της και σε φιλάει στα δυο σου μάγουλα.
Το γράμμα λέει: «Μες στο καμένο Στάλινγκραντ
ανεμίζουν και πάλι χιλιάδες σφυροδρέπανα».
Τ' αστέρια στον πρωινό ουρανό είναι μεγάλα και σίγουρα.
Οι συνοικίες είναι μικρές και σίγουρες.
Ο μπαρμπα-Στάθης με την κόκκινη βρυσούλα του είναι σίγουρος.
Ο Αντρέας με το κουτσοδόντικο ψαλίδι του είναι σίγουρος -
κάθεται πάνου στο πεζούλι σα να κάθεται στην κορυφή του κόσμου,
γιατί ο Αντρέας είναι κομμουνιστής και ξέρει να δουλεύει για τον κόσμο
κι ο Αντρέας είναι σίγουρος για τον Κόσμο
και το Στάλινγκραντ είναι σίγουρο
γιατί στο Στάλινγκραντ πάλι ανεμίζουν χιλιάδες σφυροδρέπανα
και κει που ανεμίζουν τα σφυροδρέπανα
είναι η καρδιά του κόσμου
κι η καρδιά του κόσμου είναι σίγουρη.
Γι' αυτό κι ο Βαγγέλης που τον περνάνε στ' αυτοκίνητο δεμένον με χειροπέδες,
ο Βαγγέλης που τον πηγαίνουν στον τόπο της εκτέλεσης,
γι' αυτό κι ο Βαγγέλης είναι σίγουρος,
γιατί ο Βαγγέλης είναι κομμουνιστής
κι ο Βαγγέλης έμαθε για το Στάλινγκραντ
κι ο σύντροφος Βαγγέλης ξέρει να χαίρεται τη χαρά του κόσμου.
Μα ο κ. Διοικητής δεν είναι σίγουρος.
Καθόλου σίγουρος. Κρυώνει ο κ. Διοικητής. Πολύ κρυώνει.
«Λοχαγέ, ε, Λοχαγέ,
Άλλοι τριάντα να τουφεκιστούν.
Άλλοι πενήντα να τουφεκιστούν.
Άλλοι διακόσιοι να τουφεκιστούν.
Λοχαγέ, Λοχαγέ, Λοχαγέ.
Άλλοι τρακόσοι
να τουφεκιστούν,
να
του -
φε -
κι -
στούν -».
Γιατί κρυώνουν πολύ οι κ. Διοικητές -
κι αυτές οι χλαίνες ψεύτισαν, καθόλου κρύο δεν κρατάνε,
και τα βράδια έχει πολύ κρύο εδώ στην Αττική,
τσουχτερό κρύο, Λοχαγέ.
«Στο διάβολο
τούτη η αναθεματισμένη ξαστεριά της Αττικής.
Εσύ κρυώνεις, Λοχαγέ;»
(Συνέχεια των στίχων στα σχόλια...)
Συνέχεια των στίχων:
- «Λαμβάνω την τιμήν
ν' αναφέρω ευπειθώς
εις την Αυτού Εξοχότητα
ότι κι εγώ κρυώνω.
κι ο Λοχίας κρυώνει, κ. Διοικητά.
Τον τελευταίο καιρό, κ. Διοικητά,
κρυώνουν πολύ κι οι στρατιώτες,
διαρκώς ζητούν κλινοσκεπάσματα, κ. Διοικητά.
Όλοι κρυώνουν, κ. Διοικητά,
όλο και πιότερο κρυώνουν.
Μόνον οι μελλοθάνατοι, κ. Διοικητά,
τούτοι οι Ρωμιοί φυλακισμένοι
- δεν είναι περίεργο, κ. Διοικητά;-
μ' όλο που κοιμούνται στο τσιμέντο κατάχαμα,
μ' όλο που σκεπάζονται με μια κουβέρτα - μισή κάτω μισή πάνω -
μ' όλο που τους σπάσαμε για τα καλά τα κόκκαλα,
δεν κρυώνουν, κ. Διοικητά. Δεν κρυώνουν».
- «Ώστε, λοιπόν, δεν κρυώνουν, Λοχαγέ;»
- «Δεν κρυώνουν, κ. Διοικητά,
καθόλου δεν κρυώνουν,
Δεν είναι περίεργο, κ. Διοικητά,
να μην κρυώνουν;»
- «Σκασμός, Λοχαγέ. Διατάξατε αμέσως:
όλοι οι φυλακισμένοι να κρυώνουν,
όλοι οι μελλοθάνατοι να κρυώνουν,
όλοι οι σκοτωμένοι να κρυώνουν,
να κρυώ -
νουν -»
«Μάλιστα κ. Διοικητά
Θα κρυώνουν».
Η πολιτεία κοιμόταν.
Έκανε πως κοιμάται η πολιτεία.
«Πυρ»
Η φωνή στο έρημο γήπεδο.
Ένα παράθυρο άνοιξε -
έκλεισε πάλι προφυλακτικά.
Οι γλόμποι του δρόμου ξεθώριαζαν.
Η αυγή έτριβε τα μάτια της.
Λίγες γριές βρήκαν με τα καλάθια τους
να μαζέψουν χόρτα στα γύρω χαντάκια.
Δεν κοίταζαν οι γριές το δρόμο.
Δε μάζευαν χόρτα.
Στο φορτηγό αυτοκίνητο
ο λοχαγός κι οι δώδεκα άντρες.
Τ' απόσπασμα γυρνούσε στο στρατώνα.
Ο Λοχίας αποκοιμήθηκε στ' αυτοκίνητο.
Κρύωνε πολύ ο Λοχίας - κι αποκοιμήθηκε.
Το κεφάλι του σάλευε πέρα-δώθε.
Ο Βαγγέλης δε σάλευε καθόλου.
Η πολιτεία ξύπνησε απ' τους πυροβολισμούς.
Ένα παράθυρο άνοιξε,
ύστερα ένα άλλο -
όλα τα παράθυρα της πολιτείας άνοιξαν
ο ήλιος πηδούσε απ' τα παράθυρα.
Όμορφη μέρα.
Δεν έκανε καθόλου κρύο.
Ο Αντρέας έτρεχε για το Δουργούτι.
Και βέβαια που πρέπει ν' αγοράσει γυαλιά.
Πρέπει να φυλαγόμαστε - είναι χρέος μας.
Ο Πέτρος έλεγε: «Είμαστε υπεύθυνοι
απέναντι του κόσμου. Είμαστε υπεύθυνοι
απέναντι των ανθρώπων.
Πρέπει να τελειώσουμε το έργο μας.
Να βάλουμε και μεις το λιθάρι μας.
Και τότες μόνο να παραδεχτούμε και το θάνατό μας
αν είν' κι αυτός να βάλει ένα λιθάρι για το μέλλον του κόσμου».
Τι καλός πούσουνα Βαγγέλη - τι καλός σύντροφος.
Δεν είναι τίποτα. Τα μάτια μου; Είναι απ' τον ήλιο.
Και τούτη η πεταλούδα - που βρέθηκε Φλεβαριάτικα; -
σ' αυτόν το νοτισμένο ξερόθαμνο -α, ετούτη η πεταλούδα,
είναι σαν το παράνομο χαρτάκι με τις ντιρεκτίβες του Κόμματος,
πούπεσε απ' την τσέπη της άνοιξης.
7 και 5
8 και μισή
9 και 20
11 και τέταρτο.
Θα προφτάσω, Βαγγέλη. Θα προφτάσω.
Όμορφη μέρα. Τι ήλιος, θεέ μου.
Πίσω απ' την κλειδωμένη πόρτα
κοντοστάθηκε λίγο η θεια-Καλή
διάβασε τη χτεσινοβραδινή προκήρυξη - δεν καλόβλεπε.
Πολλή αντηλιά. Βγήκε στο δρόμο.
«Όμορφη μέρα, γιόκα μου,
και σούχα αγορασμένα πορτοκάλια
για τ' αυριανό επισκεπτήριο, μάτια μου.
Σ' αρέσανε, καρδούλα μου. Τι όμορφα που τα πάστρευες
με τα χοντρά σου δάχτυλα. Δεν πρόφτασες,
Μα μη σε νοιάζει, γιόκα μου - είναι τα συντρόφια σου.
Είναι κι η μάνα σου, Βαγγέλη μου - δεν την πιάνει το μάτι σου;»
Η θεια-Καλή ντυμένη στα κατάμαυρα -
φούσκωνε η φούστα της μπροστά γιομάτη παράνομο τύπο.
Ο εργάτης με το ζεμπίλι της δουλειάς την καλημέρισε.
Κάτι σταγόνες πέσαν καθώς έσκυψε το κεφάλι του να χαιρετίσει.
Κι έσφιξε δυνατά το ζεμπίλι του.
Η κύρα-Λένη μισόκλεισε τόνα της μάτι και την πείραξε:
«Πότε με το καλό, ο καινούριος γιος;»
«Αμ όπου νάναι» λέει η θεια-Καλή.
«Όπου νάναι» και τράβηξε το δρόμο της.
Φούσκωνε η μαύρη φούστα της μπροστά.
«Αχ, γιόκα μου, ετοιμόγεννη είναι η Λευτεριά -
της πάω τα πορτοκάλια, που δεν πρόφτασες, μάτια μου.
Όμορφη μέρα, γιόκα μου,
δεν κάνει κρύο, καρδούλα μου.
Αχ, πρόφτασες μαθές και τ' άκουσες, πουλάκι μου;
"Χιλιάδες σφυροδρέπανα ανεμίζουνε στο Στάλινγκραντ".
Αχ κι όπου νάναι η Λευτεριά, γιόκα μου, γιόκα μου».
Έτσι σκοτώθηκε ο Βαγγέλης, το τίμιο παλληκάρι,
ο γιος της θεια-Καλής - ο γιος του λαού,
στις 3 του Φλεβάρη του 43.
Το ίδιο βράδι ακούστηκαν τα χωνιά σ' όλες τις συνοικίες.
Ακούστηκε από τα χουνιά η φωνή του Βαγγέλη:
«Ο ΕΛΑΣ προχωρεί. Ο φασισμός λουφάζει.
Χιλιάδες σφυροδρέπανα ανεμίζουνε στο Στάλινγκραντ.
Χιλιάδες σφυροδρέπανα».
Κι οι καρδιές ανεμίζουν
χιλιάδες κόκκινες σημαίες
χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
Και τούτο το αθηναίικο φεγγάρι σαν το γανωτζή
γανώνοντας τα πόμολα στις πόρτες
και τα βρωμόνερα στα λούκια,
γανώνοντας τα μαχαιροπίρουνα της φτωχοφαμίλιας,
γανώνοντας τα τεντζέρια και τους τοίχους και τις φωνές,
φέγγοντας, φέγγοντας. Πώς φέγγει απόψε το φεγγάρι.
Η θεια-Καλή βγήκε στην πόρτα.
Έφεγγε ο τόπος. Έφεγγε κι η θεια-Καλή.
- «Βαγγέλη, φώναξε, Βαγγέλη»
-«Εδώ 'μαι, μάνα».
Ακούστηκε η φωνή πίσω απ' τη φεγγαρολουσμένη μάντρα.
- «Καλά, το ξέρω πούσαι κει.
Μα έλα να φάμε».
Κι ήρθε ο Βαγγέλης στο τραπέζι φέγγοντας
κι έφαγε το πληγούρι του. Δεν ήξερες
αν είτανε το πιάτο του ή αν είταν το φεγγάρι.
Εμείς δε φάγαμε καθόλου το φαΐ μας.
Τα κουτάλια μείναν κρεμασμένα πάνου απ' τα πιάτα
δίχως να βρίσκουνε το στόμα.
Ακούγαμε τα χωνιά της συνοικίας:
«Χιλιάδες σφυροδρέπανα ανεμίζουνε στο Στάλινγκραντ».
Ακούγαμε τη φωνή του Βαγγέλη:
«Ο ΕΛΑΣ προχωρεί.
Ο ΕΛΑΣ προχωρεί».
Αφήσαμε το τραπέζι
και πεταχτήκαμε στο δρόμο.
Μεγάλη φεγγαρολουσμένη πολιτεία, ξαγρυπνισμένη.
Τελευταίοι στίχοι:
Κι ο κ. Διοικητής άκουγε τα χωνιά.
Ο κ. Διοικητής δε βγήκε απόψε στο προαύλιο
να κοιτάξει τ' αστέρια.
Ο κ. Διοικητής κρυώνει.
Έχει πολλή υγρασία τα βράδια του Φλεβάρη,
πολύ κρύο τσουχτερό σε τούτη την καταραμένη Αττική.
Και τούτο το αθηναίικο φεγγάρι πίσω απ' τα τζάμια
τι βάλθηκε να του σκαρώνει ένα μεγάλο σφυροδρέπανο,
και τούτα τα ποτήρια στο τραπέζι
τι παγωμένα που γυαλίζουν,
και τούτο το τσιγάρο που καίγεται μονάχο στο σταχτοδοχείο
γυαλίζει σαν το μάτι του μονόφθαλμου,
του μονόφθαλμου εκείνου πούλεγε την τύχη,
ανακατεύοντας την τράπουλα στη λασπωμένη συνοικία του Βερολίνου.
«Θα περάσεις, έλεγε, μια μεγάλη πόρτα
πίσω απ' την πόρτα είναι ένας σκελετός».
Τι μακριά πούναι το Βερολίνο.
-«Τι θόρυβος είναι τούτος, Φριτς;»
«Δεν είναι τίποτα. Θαρρώ τα ποντίκια στο υπόγειο».
-«Τι θόρυβος είναι τούτος, Φριτς;»
«Θαρρώ τα χωνιά της συνοικίας».
-«Όχι αυτός, Φριτς. Τούτος ο θόρυβος».
«Θαρρώ πως είναι ο φόβος μας, κ. Διοικητή».
Μα ο Φριτς αποκοιμήθηκε τουρτουρίζοντας
με το πηγούνι του σιμά στα γόνατά του. Αποκοιμήθηκε.
Στον ύπνο του είδε τη μάνα του που τον μάλωνε.
«Δεν είσαι καλό παιδί, Φριτς». Τούλεγε η μάνα του.
«Δεν είσαι καθόλου καλό παιδί, Φριτς.
Σε βάζουν τώρα, Φριτς, να πλένεις τα πόδια σου.
Μα πώς θα πλύνεις τα χέρια σου, Φριτς;
Τα χέρια σου, Φριτς, είναι γιομάτα αίματα».
- «Μητέρα».
-«Μη μ' αγγίζεις, Φριτς».
-«Μητέρα».
«Μη μ' αγγίζεις, Φριτς, μη μ' αγγίζεις».
Ύστερα είδε χιλιάδες περίστροφα στον ύπνο του
χιλιάδες περίστροφα
κι είδε πως κρατούσε στο στόμα του την κάννη ενός περίστροφου
και βύζαινε ο Φριτς το περίστροφο
σα νάταν τάχα πάλι ο Φριτς παιδί
σα νάταν πάλι ένα μωρό παιδί και να βύζαινε τον κόρφο της μάνας του.
«Δεν είσαι καλό παιδί, Φριτς.
Όχι, καθόλου καλό παιδί, Φριτς,
και την Πρωτοχρονιά δεν θα σου πάρω καινούργια παπούτσια».
Στην πρωινή αναφορά ο λοχαγός είπε:
-«Η διαταγή σας εδόθη, κ. Διοικητά,
με τις επείγουσες συστάσεις αμέσου εφαρμογής.
Εν τούτοις, κ. Διοικητά,
οι κατάδικοι δεν κρυώνουν,
οι φυλακισμένοι δεν κρυώνουν,
οι μελλοθάνατοι δεν κρυώνουν,
κανένας από δαύτους δεν κρυώνει, κ. Διοικητά.
Κι ακόμα αναφέρω, κ. Διοικητά, ότι τα χαράματα
βρέθηκαν τρεις δικοί μας δολοφονημένοι στη μέση του δρόμου
κι ένα χαρτί, καρφιτσωμένο στο πέτο τους, έγραφε:
«τους σκότωσε ο Βαγγέλης».
Ο κ. Διοικητής σηκώνει τα πέτα της χλαίνης του.
Ο κ. Διοικητής κρυώνει.
-«Λοχαγέ, πού είσαι, Λοχαγέ,
να δώσετε άφθονα κλινοσκεπάσματα
στους στρατιώτες, λοχαγέ, πολλά κλινοσκεπάσματα».
-«Μάλιστα, κ. Διοικητά.
Όμως αν μου επιτρέπει η Εξοχότης σας,
δε γίνεται τίποτε, κ. Διοικητά.
Οι στρατιώτες κρυώνουν
όλο και πιότερο κρυώνουν.
Κι οι αξιωματικοί κρυώνουν
κι οι υπαξιωματικοί κρυώνουν
αν πείτε μάλιστα, ο λοχίας Χάιντς-Στέρνερ,
τρίζουν τα δόντια του σα νάχει επιληψία.
Κι εγώ κρυώνω κ. Διοικητά.
Πολύ κρυώνω.
Όλοι κρυώνουμε, κ. Διοικητά».
-«Όλοι κρυώνουμε, εσχάτως, Λοχαγέ.
Τι λες εντελώς μεταξύ μας, Λοχαγέ,
τι λες να κρυώνει κι ο Φύρερ, Λοχαγέ»,
-«Πολύ φοβούμαι, κ. Διοικητά,
αν μου επιτρέπει η εξοχότης σας, πολύ φοβούμαι,
πως ναι - πολύ φοβούμαι, κ. Διοικητά».
Έτσι σκοτώθηκε ο Βαγγέλης - το παιδί του λαού
στις τρεις του Φλεβάρη.
Έτσι ξαναγύρισε ο Βαγγέλης κοντά μας
στις τρεις του Φλεβάρη.
Και χιλιάδες σφυροδρέπανα ανέμιζαν στο Στάλινγκραντ.
Και χιλιάδες καρδιές ανέμιζαν τις κόκκινες σημαίες τους
στις τρεις του Φλεβάρη.
Και χιλιάδες όνειρα ανέμιζαν στις συνοικίες της Αθήνας
και χιλιάδες ελπίδες ανέμιζαν στις συνοικίες του κόσμου
στις τρεις του Φλεβάρη του 43.
Την ίδια νύχτα φύσηξε ένας άνεμος...
Α, ετούτος ο άνεμος δε θέλει να σωπάσει.
Φυσάει, φυσάει, φυσάει,
ανακατεύει τις φωνές και τις σελίδες της Ιστορίας,
ανακατεύει τις σπίθες απ' τις πυρκαϊές του κόσμου,
τραντάζει ένα μεγάλο δάσος ελπίδες,
ξεσκίζει τις σημαίες των Υπουργείων,
στέκεται μια στιγμή να δέσει τα κορδόνια του πίσω από την καψαλισμένη μάντρα
και φεύγει, φεύγει. Χρόνια τώρα
κι ακόμα να σωπάσει. Δρασκελάει
τα παράθυρα των καμένων σπιτιών.
Φοράει τ' άρβυλα των σκοτωμένων.
Τα βήματά του ακούγονται στην άσφαλτο,
ακούγονται στη γυμνή πεδιάδα τη σπαρμένη με κόκκαλα,
ακούγονται στο ψηλό βουνό με τα κρανία και τα κοράκια,
ακούγονται στα χαρακώματα και στους βραδινούς στρατώνες,
κι όταν οι σάλπιγγες στους στρατώνες σημαίνουν σιωπητήριο
ακούγονται πιο καθαρά τα βήματα.
Κι η κυρα-Λένη σηκώνει το κεφάλι της απ' το μπάλωμα κι αφουγκράζεται
κι ο ίσκιος του χεριού της με τη βελόνα γράφεται στον τοίχο,
κι ο ίσκιος του χεριού της κυρα-Λένης είναι ένα μπιστόλι
που σημαδεύει πίσω απ' τον τοίχο την καρδιά του φασίστα.